ταμίευση

ταμίευση
η / ταμίευσις, -εύσεως, ΝΑ [ταμιεύω]
νεοελλ.
αποταμίευση
αρχ.
1. οικονομική διαχείριση, επιστασία
2. προγραφή, δήμευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταμιεύσῃ — ταμιεύσηι , ταμίευσις economy fem dat sg (epic) ταμιεύω to be treasurer aor subj mid 2nd sg ταμιεύω to be treasurer aor subj act 3rd sg ταμιεύω to be treasurer fut ind mid 2nd sg ταμιόω confiscat pres part act fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίευμα — το, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο αρχ. 1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη 2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”